- βυθίζοντας
- βυθίζωsinkpres part act masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βάφω — και βάφτω (AM βάπτω) 1. εμβαπτίζω, βυθίζω κάτι σε νερό ή άλλο υγρό (α. «έβαψα το ψωμί μου στο λάδι» β. «βάπτω εἰς ὕδωρ» γ.»βάπτω τἄρια θερμῷ» βυθίζω τα μαλλιά σε ζεστό νερό) 2. (για σιδερένιο ή άλλα εργαλείο) σκληρύνω, στομώνω («βάφω το σκεπάρνι» … Dictionary of Greek
υδροδυναμική — (ή δυναμική των ασυμπίεστων ρευστών). Η υδροδυναμική εξετάζει την κίνηση των υγρών, και ιδιαίτερα του νερού, σε συνδυασμό προς τις δυνάμεις που επενεργούν πάνω σ’ αυτά. Η κίνηση ενός υγρού κατά μήκος ορισμένης διαδρομής, δηλαδή η ροή, υπόκειται… … Dictionary of Greek
Αγριππίνα — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Α. η πρεσβύτερη (14 π.Χ. – 33 μ.Χ.). Κόρη του Μάρκου Βιψάνιου Αγρίππα και της Ιουλίας, κόρης του Οκταβιανού Αυγούστου. Παντρεύτηκε τον δεύτερο εξάδελφό της Γερμανικό, γύρω στο 5 μ.Χ. Τον ακολούθησε σε όλες σχεδόν τις… … Dictionary of Greek
Αμεινίας — Όνομα ιστορικών προσώπων. Α. αποκαλούσαν επίσης οι αρχαίοι και τον θεό Διόνυσο, καθώς και έναν από τους εραστές του Νάρκισσου, ο οποίος αυτοκτόνησε με το ξίφος που του είχε στείλει ο τελευταίος, αφού πρώτα τον καταράστηκε να έχει την ίδια τύχη. 1 … Dictionary of Greek
άυ-άυ — (daubentonia madagascariensis). Ζώο της τάξης των πρωτευόντων θηλαστικών της υπόταξης των λεμουρίων ή προπιθήκων· έχει το μέγεθος μικρής γάτας και είναι ζώο σπάνιο· ζει στα δάση από μπαμπού της Μαδαγασκάρης. Το κεφάλι του, μεγάλο, στρογγυλό, με… … Dictionary of Greek
διατήρηση ή συντήρηση — Σύνολο ενεργειών που αποβλέπουν στη δ., για μεγάλο χρονικό διάστημα, ιδιοτήτων των ουσιών που αλλοιώνονται εύκολα. Ιδιαίτερη σημασία έχει η δ. τροφίμων, η οποία επιτρέπει τη χρήση αλλοιώσιμων ειδών σε διάφορους χρόνους και σε τόπους μακριά από… … Dictionary of Greek
Θέτις — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν κόρη του Νηρέα και της Δωρίδας, μητέρα του Αχιλλέα και η ωραιότερη από τις πενήντα Νηρηίδες. Την ερωτεύτηκαν ο Δίας και ο Ποσειδώνας, οι οποίοι απομακρύνθηκαν, όταν τους είπε η Θέμις ότι ο γιος της Θ. θα γινόταν… … Dictionary of Greek
Ίντι Αμίν Νταντά — (Idi Amin Dada, Κομπόκο 1925 –). Στρατάρχης, δικτάτορας της Ουγκάντα (1971 79). Γεννήθηκε από μουσουλμάνους γονείς, οι οποίοι ήταν μέλη της μικρής φυλής Κάκουα. Μετά τη βασική εκπαίδευση, ο Ί. κατετάγη στον βρετανικό αποικιακό στρατό το 1946.… … Dictionary of Greek
κοσμικές ακτίνες — Σωματιδιακή ακτινοβολία που προέρχεται από τους κοσμικούς χώρους και καταλήγει σταθερά πάνω στην επιφάνεια της Γης. Τα ατομικά ή υποατομικά σωματίδια που αποτελούν τις κ.α. διαθέτουν πολύ υψηλές ενέργειες. Ενδεικτικό είναι ότι τα πρωτόνια,… … Dictionary of Greek
Κρακατόα — (Krakatoa ή Krakatau). Ακατοίκητο ηφαιστειογενές νησί (10 τ. χλμ.) της Ινδονησίας, στο στενό της Σούνδης. Βρίσκεται μεταξύ των νησιών Σουμάτρα και Ιάβα. Το σημερινό Κ., που οι ιθαγενείς ονομάζουν και Ρακάτα, είναι ό,τι έχει απομείνει από ένα νησί … Dictionary of Greek